Γράφει ο Νάσος Μαρτίνος

 

1. Το κείμενο καθεαυτό. Τα ιστορικά στοιχεία

Το αυτόγραφο κείμενο του Νικολάου Μαντζάρου, όπου περιγράφει χαρα­κτηριστικά της προσωπικότητας του αγαπημένου φίλου του Διονυσίου Σολωμού, υπογράφεται με ημερομηνία 31 Δεκεμβρίου 1848. Ο ποιητής τότε ήταν πενήντα ετών και διακρινόταν για τη σωματική του αρτιότητα και τη διάπλαση του. «Έχει τελείαν οργανικήν διάπλασιν», αρχίζει το κείμενο του ο Μάντζαρος.

Το κείμενο είναι στα ιταλικά, το πρωτότυπο βρίσκεται στη Ζάκυνθο. 0 Νικόλαος Κονόμος το μετέφρασε από φωτοτυπία στα ελληνικά και το παρέ­δωσε στον Ζώρα για να δημοσιευθεί στα Επτανησιακά Φύλλα, τον Δεκέμβρη του 1957, για την εκατονταετηρίδα του ποιητή.

Η μετάφραση είναι πιστή στο κείμενο, σαφής κατά το κείμενο και ακριβής.

Η ημερομηνία 31.12.1848 προκαλεί ερωτηματικά. Παραμονή του νέου έτους. Δώρο προς τον ποιητή; Έλαβε γνώση ποτέ ο Σολωμός του κειμένου; Προσωπικά δεν γνωρίζω.

 

2. Το αντικείμενο, η ιδέα και ο λόγος

Μέσα από τρία πράγματα κρίνει ο Μάντζαρος την οργάνωση της ποιητικής δημιουργίας του Σολωμού: το «αντικείμενο» (προφανώς εννοεί το σημειω­τικό μήνυμα ως αρχή της έμπνευσης), την «ιδέα», δηλαδή την απαρτίωση του μηνύματος σε ιδεακή κατασκευή, και τον «λόγο», τη λεκτική έκφραση. Ποια όμως λέξη; Αυτή που «[ως] μέρος ζωτικόν [είναι] ικανόν να προκαλέ­σει ζωηράν εντύπωσιν εις τον νουν και την ακοήν». Έτσι περιγράφει ο Μάντζαρος τη μετασκευαστική ικανότητα του ποιητή να κάνει λόγο το απε­ρίγραπτο, να υποστασιοποιεί σε λέξη το συμβάν και το συναισθηματικό του αιτιατό. Γι' αυτό και συμπληρώνει: «όταν δημιουργεί, εφευρίσκει και δεν μιμείται».

Αυτό δεν γίνεται εύκολα και χωρίς αγωνία, «διότι όσον περισσότερον είναι πρωτότυπος εις την δημιουργίαν του τόσον περισσότερον αργεί να το αντιληφθή, διότι ζωηρότερα διατηρείται εις το πνεύμα του η εντύπωσις της ιδέας, από της οποίας δεν δύναται να αποσπασθή, ειμή μόνον όταν εκείνη αρχίζη να ελαττούται».

Ποια είναι η οδός αυτής της ιδιαίτερης ικανότητας του ποιητή να προ­καλεί εντύπωση; Για τον «νου» γίνεται κατανοητό. αφορά το ιδεακό περιε­χόμενο. Για την ακοή; Εδώ δίνεται από τον Μάντζαρο η μεγάλη ερμηνεία. Αφορά τη μουσικότητα του Σολωμού, όπως εκφράζεται στη 10η παράγρα­φο, που είναι εξαιρετικού ενδιαφέροντος γύρω από την άποψη του συνθέτη για τον ποιητή στο κατασκευαστικό, αν μου επιτρέπεται η έκφραση, μέρος.

«Ενώ μου απήγγειλεν αποσπάσματα ενός νέου ανομοιοκαταληκτου εθνικού ποιήματος [...] μου έκαμε/[...] εντύπωσιν η μετρική αύτη, εξ όλου νέα εις τα ώτα μου ως προς τας ηχητικάς αρμονίας [...] μεθ' ων ο ποιητής μας ρυθμοποιεί τους τόνους του στίχου, επιτυγχάνων την πραγματικήν και καταλληλον ηχητικήν μορφήν εις την σκέψιν ή σχηματίζων ενίοτε νέους πολυσυλλά­βους πόδας μιας μόνης ηχητικότητος, ήτις είναι πρωτάκουστος και ωραιό­τατη».

 

3. Οι κρίσεις του Μαντζάρου, η οξυδέρκεια και η περιγραφική δεινότης του

Αυτό που εντυπωσιάζει στο κείμενο δεν είναι μόνο τα αναφερόμενα στον Σολωμό από τον Μάντζαρο, αλλά και η οξυδέρκεια που διακρίνει τον συν­θέτη και η δεινότητα της περιγραφής του. Δεν εντυπωσιάζει μόνο η ικανό­τητα του να συλλαμβάνει λεπτές αποχρώσεις της προσωπικότητας του ποι­ητή, αλλά και να δίνει εμβαθύνοντας ψυχολογικές ερμηνείες του τύπου των υποσυνείδητων ή ασυνείδητων εγγραφών, ερμηνείες που. πολύ αργότερα συναρμόσθηκαν σε θεωρία. Εν προκειμένω αναφέρομαι στην ψυχοδυναμική-ψυχαναλυτική θεωρία.

Εις το παρελθόν έχουν υπάρξει περιγραφές και διατυπώσεις απόψεων γύρω από την προσωπικότητα του Σολωμού. Αυτό που θέλω εξαρχής να σημειώσω είναι πως στην παρούσα εισήγηση ενδιαφέρει ο τρόπος που είδε και περιγράφει ο Νικόλαος Μάντζαρος τον Διονύσιο Σολωμό. Αυτό γίνεται και για την οικονομία του χρόνου και του χώρου αλλά και για τη δυνατό­τητα, μέσα από το κείμενο του Μαντζάρου, της ανάδειξης κατά το δυνατόν και των δύο ανδρών.

 

4. Οι τρόποι προσέγγισης της προσωπικότητας στην ψυχολογία και την ψυχιατρική

Η δυνατότητα της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής να αναγνωρίσουν, να περιγράψουν, έως και να κατατάξουν μία προσωπικότητα δεν είναι απλή υπόθεση. Η περιγραφή βέβαια σαφώς περιγεγραμμένων και παθολογικών προσωπικοτήτων, όπως για παράδειγμα η σχιζοειδική, η κυκλοθυμική, η ψυχαναγκαστική, η ψυχοπαθητική κ.λπ. δεν είναι τόσο δύσκολη. Αν όμως κληθούμε να περιγράψουμε μία προσωπικότητα, και μάλιστα να ερμηνεύ­σουμε συμπεριφορές ενός χαρακτήρα που κινείται στα ευρύτερα πλαίσια του φυσιολογικού, τα πράγματα δυσκολεύουν. Χρειάζονται πολλαπλές προ­σεγγίσεις του ατόμου προς διερεύνηση, πληροφορίες από το περιβάλλον του και η χρήση προβλητικών δοκιμασιών, ώστε να υπάρχει η καλύτερη αντικει­μενική αναγνώριση μιας υπόθεσης άκρως υποκειμενικής.

 

5. Η χρήση του όρου «μεταφυσική» στο κείμενο του Μαντζάρου

Στην περιγραφή της προσωπικότητας του Σολωμού γίνεται από τον Μάντζα­ρο εννοιολογική χρήση του όρου «μεταφυσική» σε περιοχή ή χώρο που δεν αφορά την οντολογική τοποθέτηση του ποιητή, για την οποία ο συνθέτης κάνει αναφορά σε άλλα σημεία της περιγραφής του. Να γίνω σαφέστερος:

γράφει εν προκειμένω: «Μεταξύ των μεταφυσικών διαθέσων της φαντασίας του υπάρχει μία δυναμένη να αποβή εις αυτόν νοσηρά, είναι δ αυτή το να συλλαμβάνη οιανδήποτε φυσικήν ασθένειαν, την οποίαν θα έφθανε μέχρι του σημείου να μεταβάλη εις πραγματικότητα εις τον εαυτόν του, επιμένων εις εκείνην». Προφανώς, εδώ περιγράφει ο Μάντζαρος μία υποχονδριακή τάση του Σολωμού σχετικά με τα νοσήματα του σώματος και την επιρρέπειά του να αυθυποβάλλεται ότι πάσχει ή κινδυνεύει να πάσχει από κάτι που δεν έχει. Όμως, κάνει εντύπωση η χρήση του όρου «μεταφυσική», για να περι­γράψει ο Μάντζαρος μία διάσταση, ένα χαρακτηριστικό νοητικής λειτουρ­γίας, όπως η φαντασία. Απεκδεδυμένος ο όρος αυτός από κάθε φιλοσοφική διάσταση εντυπωσιάζει, γιατί καλείται να περιγράψει εδώ το μη δυνάμενο να συλληφθεί.

Στη σύγχρονη βιολογία του εγκεφάλου θα λέγαμε πως το «φυσικό» είναι το βιολογικό λειτουργικό εύρημα, ενώ το κατά Μάντζαρον «μεταφυσικό» είναι το υφιστάμενο πέραν του «φυσικού». Στη σύγχρονη άποψη βλέπε το μη εισέτι βιολογικά ερμηνευμένο.

Ανάλογα χρησιμοποιείται ο όρος από τον Μάντζαρο στην αρχή του κειμέ­νου, όπου αναφερόμενος φυσικά στον Σολωμό, τον περιγράφει να διαθέτει «οξυτάτην μεταφυσικήν δύναμιν κρίσεως και φαντασίας [...] εισερχόμενος εν τη ουσία και συλλαμβάνων [παν αντικείμενον] χωρίς να το αναζητή το αληθές* τούτο εισχωρεί εις αυτόν φυσικώς υπό μορφήν συνολικής ιδέας». Εδώ ο Μάντζαρος περιγράφει τη δυνατότητα σύλληψης και επεξεργασίας των μηνυμάτων που δέχεται ο ποιητής μέσα από συνειδητές διαδικασίες («παν αντικείμενον παρ' αυτού προσηλούμενον»), αλλά περιγράφει και τη μη συνειδητή, αυτόματη θα έλεγα, επεξεργασία αυτών των μηνυμάτων του αντικειμενικού κόσμου, τα οποία «αναλύει και ανασυνθέτει εν ταυτώ, εισερ­χόμενος εν τη ουσία, χωρίς να το αναζητή, το αληθές* τούτο εισχωρεί εις αυτόν φυσικώς υπό μορφήν συνολικής ιδέας». Γίνεται κατανοητή η σημασία της φράσης «χωρίς να το αναζητή το αληθές» (= χωρίς στην πραγματικότη­τα να το επιζητεί).

0 όρος αυτός δεν χρησιμοποιείται εκ νέου στην περιγραφή των όντως μεταφυσικών-θρησκευτικών αγωνιών ή βεβαιοτήτων του ποιητή, πάντοτε κατά Μάντζαρο. «Είναι έτοιμος», γράφει για τον Σολωμό, «οποτεδήποτε, να δεχθή τον θάνατον του σώματος ως ζωήν του πνεύματος, διαισθανόμενος τον ωραίον κόσμον όστις τον αναμένει και εις τον οποίον στρέφει συχνότα­τα με μυστικισμόν την σκέψιν και την αγάπην διότι αι βαθύτεραι ενοράσεις του, ίδιαι της φύσεως του πνεύματος του, ευρίσκονται εις την αιωνιότητα και το άπειρον». Και παρακάτω: «[...] αισθάνεται ζωηρώς την θρησκείαν, επειδή με τρεις έρωτας τρέφει την ψυχήν του: του Θεού, του πλησίον και κάθε χριστιανικής αρετής». Ακόμη, ο Μάντζαρος χρησιμοποιεί τη φράση «κατά τρόπον μυστικιστικόν» και «με το πνεύμα εστραμμένον κρυφίως προς τον Θεόν».

Προφανώς αυτά προέκυψαν στον Μάντζαρο όχι μόνο από την παρατή­ρηση του Σολωμού αλλά προφανέστατα και από συζητήσεις που είχαν οι δύο φίλοι γύρω από τη θρησκεία γενικότερα.

Εικάζουμε πως ο συνθέτης δεν θα χρησιμοποιούσε τους όρους «μυστικισμός», «βαθύτερες ενοράσεις», «πνεύμα εστραμμένον κρυφιως προς τον Θεόν», εάν δεν είχε μιλήσει γι' αυτά με τον Σολωμό. Στεκόμαστε, βέβαια, στις φράσεις «αισθάνεται ζωηρώς την θρησκείαν» και «κάθε χριστιανικην αρετήν», αλλά θεωρούμε πως ο ποιητής, με το ανήσυχο πνεύμα, με τη δυνα­τότητα μιας ίδιας και βαθιάς σύλληψης του κόσμου, δεν αρκείτο στην απο­δοχή της δεδομένης θρησκείας παρά μόνο κατά την εγελιανή προσέγγιση πως εν πάση περιπτώσει μόνο μία θρησκεία μπορεί να υπάρξει, «η εξ αποκαλύψεως». Πιστεύω πως ο Σολωμός διέθετε τη βαθιά αγωνία της σύλληψης του «θείου» μέσα από προσωπικές ενορατικές και μυστικιστικές προσεγγίσεις.

Η κρίση του Μαντζάρου, «γεννημένος να ζη μακράν του κόσμου και σχε­δόν με τον εαυτόν του», σε συνδυασμό με «το πνεύμα εστραμμένον κρυ-φίως προς τον Θεόν», φέρνει αυτόματα στον νου μου την εκπληκτική προ­σευχή του Συμεών του Νέου Θεολόγου: «[...] ελθέ ο μόνος προς μόνον, ότι μόνος ειμί, καθάπερ οράς!»

6. Γεννημένος να ζη μακράν του κόσμου

«Γεννημένος να ζη μακράν του κόσμου και σχεδόν με τον εαυτόν του!» Εδώ βρίσκεται η μεγάλη κατάθεση! Όπως ανέφερα, ο Μάντζαρος διαθέτει οξυ­δέρκεια και διεισδυτικότητα στις περιγραφές του και στις ερμηνείες του. Το «γεννημένος» παραπέμπει στην άποψη πως το χαρτί της γέννησης μας δεν είναι τόσο άγραφο, αλλά περιέχει την κληρονομιά ενός μέρους της χαρακτηρολογικής μας συγκρότησης. Ένα άλλο κομμάτι «οικοδομείται» μέσα από τις διαδικασίες της «μάθησης», στις οποίες περιέχονται συναισθηματι­κές και λειτουργικές πρακτικές εμπειρίες.

Ο Μάντζαρος όμως υπερβαίνει το «γεννημένος» και προχωρεί ερμηνευ­τικά στο πώς είχε διαμορφώσει ο Σολωμός τον χαρακτήρα του έτσι, ώστε «ζων όσον είναι δυνατόν περισσότερον μόνος, δύναται να διατηρή άθικτον το ένστικτόν του, του οποίου κύρια χαρακτηριστικά είναι η αγνότης, η ταπεινοφροσύνη, η ηρεμία, η αγαθοεργία, η μεγαλοψυχία, η δικαιοσύνη και ποία τις αθωότης, κατάλληλος περισσότερον από κάθε άλλο πράγμα να του εξασφάλιση την γαλήνην».

Άρα το «μακράν του κόσμου» πέραν μιας φυσικής τάσης προς τη μονα­χικότητα, με την επιθυμία αναδίπλωσης κάποιες φορές προς εαυτόν, ερμη­νεύεται από τον Μάντζαρο και σαν αμυντικός μηχανισμός του Σολωμού, ώστε να αποφεύγει να πληγωθεί, να ματαιωθεί στα πιστεύω του, αλλά και να μην αναλώσει την αξιοπρέπεια του «μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες», κατά τον θαυμάσιο στίχο του Καβάφη.

Ήταν αυτή η μοναχικότητα επώδυνη; Γινόταν μοναξιά; Υποστασιοποιού-σε τον τραγικό στίχο του Πορφυρά «απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγα­λείου»; Ερώτηση σε εκκρεμότητα.

7. Τα συναισθήματα. περιγραφή της έκφρασης

Η κύρια εικόνα, από την οποία μπορούμε να εισπράξουμε στοιχεία και κατ' επέκταση να επιχειρήσουμε μία χαρακτηρολογική προσέγγιση του ποιητή, είναι αυτή της περιγραφής των συναισθηματικών εκφράσεων και των απορρεουσών συμπεριφορών.

Με βάση τις περιγραφές του Μαντζάρου μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα εξής στοιχεία της συναισθηματικής λειτουργίας του ποιητή:

1. Συναισθηματική διαϋ€σιμότητα: «Είναι ικανός να επηρεάζη τον άνθρωπον προσελκύων τελείως προς εαυτόν το νευρικόν σύστημα, κινών ζωηρώς την συμπάθειάν του και προκαλών εντύπωσιν, όσον επιτρέπουν οι δυνάμεις εκείνου».

2. Συναισθηματική διακίνηση, ως προτεραιότητα-. «Δύναται να λεχθή, ότι το συναίσθημα εν αυτώ είναι το αντικείμενον εν συνθέσει, ήτις ομιλεί προς το πνεύμα του».

3. Συναισθηματική αστάθεια, ως αμφιθυμία και η παράγωγος αμφιβουλησία: «[...] ώστε ενίοτε να μη γνωρίζη τι επιθυμεί. Συχνάκις είναι ανακόλουθος εις τας επιθυμίας του, εναντίον των οποίων αισθάνεται ταυτοχρόνως άλλας λανθάνουσας ευρισκομένας εν αντιθέσει προς τας πρώτας. Πολλάκις επι­θυμεί φίλον και αισθάνεται μεγάλην ευχαρίστησιν να τον ίδη. Μετ' ολίγον όμως μία ιδέα, ήτις τον κυριεύει ολόκληρον, τον κάμνει να επιθυμή την μοναξίαν».

4. Συναισθηματική παρορμητικότητα, η διαχείριση της και η ενοχή: «Δύναται επίσης να αφύπνιση πάθη, εις το βρασμόν των οποίων θα ηδύνατο να παρεκτραπή εις τας πλέον βιαίας υπερβολάς, όταν όμως συναισθάνηται την συμπεριφοράν του, είναι έτοιμος να μετανοήση και να αυτοτιμωρηθή αυστη­ρότατα».

Αυτά συνηγορούν υπέρ της Συναισθηματικής Διαταραχής της Προσωπι­κότητας, όπου είναι δυνατόν να επικρατεί η καταθλιπτική ή ευφορική διά­θεση ή αυτά να εναλλάσσονται και να εμφανίζονται στο πεδίο των συμπε­ριφορών με την εικόνα της συναισθηματικής αστάθειας, χωρίς αυτό να οδη­γεί στην απουσία του ελέγχου των παρορμήσεων, ώστε να μιλήσουμε για μία οριακή διαταραχή της προσωπικότητας συναισθηματικού τύπου.

Οφείλουμε να αισθανόμαστε πολύ μακριά από όλα αυτά. ενδεχομένως πολύ μικροί στην απόσταση του χρόνου, του χώρου, των συνθηκών και των προσώπων, ώστε να αποπειρόμεθα να εκφέρουμε κρίσεις και να εξαγάγου­με συμπεράσματα. Από την άλλη ίσως δεν γίνεται διαφορετικά. Κάθε επό­μενη γενιά τρέφεται ανακαλύπτοντας, διαφυλάσσοντας και αναδημιουργώ­ντας τις μνήμες που έχουν καταχωρίσει σαν γεγονότα οι κρίσεις αυτών που έζησαν τη συγκεκριμένη εποχή. Οι ψυχολογικές κατατάξεις προσώπων σημαντικών του παρελθόντος είναι κατά κανόνα ατυχείς, γιατί λείπει η αμε­σότητα της επικοινωνίας. 0 κίνδυνος του λάθους είναι υπολογίσιμος και πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν, ώστε η άποψη να μην παίρνει τον χαρα­κτήρα θεσφάτου.

Καλύτερος επίλογος από αυτόν του ιδίου του Μαντζάρου στο κείμενο του δεν θα μπορούσε να υπάρξει: «Ό,τι ελέχθη περί του φίλου είναι ό,τι ηδυνήθη να διαπίστωση μέχρι τούδε εκείνος, ο οποίος περισσότερον παντός άλλου διήλθε μετ' αυτού μέρος της ζωής του. Ουδείς όμως θα ηδύνατο να διανοηθή να εισέλθη κατά βάθος εις την ύπαρξι εκείνου. Ούτε ο ίδιος να κατορθώση ποτέ να φθάση να γνωρίση τελείως τον εαυτόν του, επειδή εις τας πνευματικάς του ικανότητας αναπτύσσει διαρκώς νέας δυνάμεις και γίνεται πάντοτε νέος και εις τον εαυτόν του.

31 Δεκεμβρίου 1848.»