Γράφει ο Περικλής Παγκράτης

 

Από το σμίξιμο του εξηντάχρονου κόντε Νικολάου Σολωμού και της δεκαεξάχρονης γυναίκας του λαού, που είχε στη δούλευσή του ο ηλικιωμένος άρχοντας, της Αγγελικής Νίκλη, θα γεννηθεί στη Ζάκυνθο το 1798 ένας μείζων ποιητής του νεότερου ελληνισμού: ο Διονύσιος Σολωμός.

 

Οι σταθμοί στην ανθρώπινη και συγγραφική πορεία του ποιητή είναι προσδιορισμένοι και στο μεγαλύτερο μέρος τους ιστορικά τεκμηριωμένοι. Ο Νικόλαος Σολωμός την παραμονή του θανάτου του στα 1807 θα νομιμοποιήσει με επιγενόμενο γάμο τα δύο παιδιά που απέκτησε από την Αγγελική Νίκλη, τον Διονύσιο και τον κατά δύο χρόνια νεότερό του Δημήτριο. Ο ποιητής θα παρακολουθήσει Δημόσιο Σχολείο στην Ζάκυνθο -ιδρημένο από τον Ιωάννη Καποδίστρια επί Επτανήσου Πολιτείας- και την επόμενη του θανάτου του πατέρα του χρονιά οι κηδεμόνες του θα τον εμπιστευτούν στον Ιταλό ιερωμένο Santo Rossi, (που εξ αιτίας των φιλελευθέρων ιδεών του και της πατριωτικής του δράσης στην γενέτειρά του Κρεμόνα ήταν εξόριστος στη Ζάκυνθο) προκειμένου να σπουδάσει στην Ιταλία. Μετά δεκαετή παραμονή στην Ιταλία και αφού φοίτησε στο Λύκειο της Κρεμόνας και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Παβίας, επιστρέφει το 1818 στη Ζάκυνθο, όπου συναναστρέφεται αξιόλογους πνευματικούς ανθρώπους, όπως ο Αντώνιος Μάτεσις και ο Γεώργιος Τερτσέτης. Το 1828 περνάει στην Κέρκυρα, πρωτεύουσα τότε του «Ενωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων» . Στην Κέρκυρα θα ζήσει ως το τέλος της ζωής του (1857) και θα γνωριστεί με ανθρώπους όπως ο μουσουργός Νικόλαος Μάντζαρος, που είχε ήδη μελοποιήσει τη «Φαρμακωμένη», ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο Γεώργιος και Γεράσιμος Μαρκοράς, ο Βαλαωρίτης, ο Ιούλιος Τυπάλδος, ο Ιωάννης και Σπυρίδων Ζαμπέλιος.

 

Στη συγγραφική πορεία του Ποιητή διακρίνουμε πέντε φάσεις: α) πρώιμη ζακυθινή, β) ύστερη ζακυθινή, γ) πρώτη κερκυραϊκή, δ)ώριμη κερκυραϊκή, ε) ύστερη κερκυραϊκή. Τις διατρέχουμε σύντομα:

 

Μολονότι το περιεχόμενο των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο της Παβίας είναι κατ’ αρχήν άσχετο με τα πνευματικά του ενδιαφέροντα, ο Ποιητής θα γυρίσει στη Ζάκυνθο το 1818 με στέρεη φιλολογική σκευή, σύγχρονη και κλασική, και την εμπειρία από τη συναναστροφή του με πνευματικούς ανθρώπους σαν τον Vincenzo Monti, τον Montani και πιθανώς τον Μanzoni. Από τα νεανικά ποιητικά του συνθέματα εξάλλου στην Ιταλία σώθηκαν κάποια με θρησκευτικά θέματα («Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ», «Ωδή για πρώτη λειτουργία», «Σονέτο για έναν κατασκευαστή οργάνων της Δυτικής Εκκλησίας» κ.λ.π.) σε ιταλική γλώσσα. Σε ιταλική γλώσσα είναι γραμμένα και τα ποιήματα της πρώιμης ζακυνθινής φάσης, που σχετίζονται με την νεανική συντροφιά της εποχής και κινούνται σε δύο κατευθύνσεις: τον αυτοσχεδιασμό και τη φάρσα. Στη συντροφιά αυτή οι πνευματικοί νέοι της εποχής διασκεδάζοντας αυτοσχεδιάζουν ποιήματα σε λίγα λεπτά και σε δοσμένα θέματα και ομοιοκαταληξίες. Τα αυτοσχέδια σονέτα του Σολωμού αυτής της εποχής τυπώνει στην Κέρκυρα στα 1822 ο φίλος του Λουδοβίκος Στράνης -όπως δηλώνει εν άγνοια του Ποιητή- με τίτλο Rime improvisate. Στα Ιταλικά είναι γραμμένη και μια σειρά σατιρικών/ περιπαιχτικών ποιημάτων που έχουν στόχο τον ηλικιωμένο γιατρό Διονύσιο Ροϊδη, με την αφέλεια του οποίου διασκεδάζει -καλοπροαίρετα- ο νεανικός κύκλος της Ζακύνθου. Τρία ποιήματα αυτής της σειράς είναι γραμμένα στα ελληνικά, όπως και μια σειρά πρωτόλειων λυρικών ποιημάτων («Αγνώριστη», «Ξανθούλα», «Ο θάνατος της ορφανής», «τρελή μάνα» κ.λ.π.), με τα οποία ολοκληρώνεται η φάση της πρώιμης ζακυνθινής περιόδου (1818-1923).

 

Η ύστερη και αξιολογότερη ζακυθινή φάση εγκαινιάζεται με τη συγγραφή του πολίστιχου ποιήματος Ύμνος εις την Ελευθερίαν (158 τετράστιχες στροφές), εμπνευσμένου από τον Ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα (1923). Το ποίημα, που τυπώνεται παράλληλα στο Μεσολόγγι και στο Παρίσι το 1825, καθιερώνει τον ποιητή και επηρεάζει το φιλελληνικό κίνημα. Ακολουθεί το αποτυχημένο εγχείρημα της Ωδής εις το θάνατο του Λορδ Μπάιρον με αυτοεπαναλαμβανόμενα στοιχεία, αλλά από τα 1824 έως το 1828 τίθενται οι βάσεις της σολωμικής ωριμότητας. Πράγματι, στη φάση αυτή γράφεται ο Διάλογος (1824), πεζό μαχητικό και «ιδεολογικό», διαλογικό κείμενο με το οποίο υπεραμύνεται της δημοτικής γλώσσας, έργο που θ’ αποτελέσει το γλωσσικό «Ευαγγέλιο» της Επτανησιακής Σχολής. Την ίδια χρονιά ξεκινά να συνθέτει τις οχτάβες του ποιήματος «Λάμπρος», επηρεασμένου από την ποίηση του Λόρδ Μπάιρον, που όμως θα είναι το πρώτο σημαντικό σολωμικό έργο που θα μείνει απόσπασμα. Εξαίρετη νοηματική συμπύκνωση παρουσιάζει το επίγραμμα «Η Καταστροφή των Ψαρών» (1826), ενώ την ίδια εποχή γράφονται δύο καταγγελτικά ποιήματα «Η Φαρμακωμένη» και το σατιρικό «Όνειρο». Με το πρώτο υπερασπίζεται την τιμή συκοφαντισμένης νέας και με το δεύτερο καταγγέλλει τη συμπεριφορά φοβερού τοκογλύφου. Το σημαντικότερο έργο της εποχής είναι αναμφίβολα Η Γυναίκα της Ζάκυθος, που ο Ποιητής ξεκινά να γράφει στα 1826 στη Ζάκυνθο, αλλά θα το επεξεργαστεί άλλες δύο φορές στην Κέρκυρα (1829 και 1833), χωρίς ωστόσο και να το ολοκληρώσει. Πρόκειται πάντως για πρωτοποριακό έργο που ξεκινά από την πρόθεση προσωπικής σάτιρας και σταδιακά αίρεται σε ευρύτερα ρεαλιστικά επίπεδα και μάλιστα στην αντιπαράταξη του καλού με το κακό.

 

Η εγκατάσταση του ποιητή στην Κέρκυρα το τέλος του 1828 είναι η απαρχή της πρώτης κερκυραϊκής φάσης. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται αφ’ ενός από τη στροφή του προς τη γερμανική ιδεαλιστική φιλοσοφία (Σλέγκελ, Σίλλερ, Σέλλιγκ. Χέγκελ), που με τη βοήθεια του γερμανομαθούς Νικολάου Λούντζη γνωρίζει και αφ’ ετέρου από την επεξεργασία των έργων που είχε ξεκινήσει στη Ζάκυνθο («Λάμπρος», «Γυναίκα της Ζάκυθος») και τη γραφή ποιημάτων που προετοιμάζουν για ευρύτερες συνθέσεις («Εις μοναχήν», «Νεκρική Ωδή ΙΙ», πρώτο σχεδίασμα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων»).

 

Το έτος 1833 θα είναι ένα χρονικό σημείο καθοριστικό για την προσωπικότητα και το έργο του Διονυσίου Σολωμού. Μια απρόσμενη οικογενειακή δίκη, που θα κρατήσει πέντε χρόνια ώσπου να δικαιωθεί αμετάκλητα ο ποιητής και ο αδελφός του Δημήτριος, θα πληγώσει βαθύτατα τον ψυχικό του κόσμο. (Ο ομομήτριος αδελφός του Ιωάννης Λεονταράκης, από τον δεύτερο γάμο της μητέρας του με τον Εμμανουήλ Λεονταράκη, ισχυρίστηκε ότι ήταν γνήσιο τέκνο του Νικολάου Σολωμού, πράγμα που είχε ως συνέπεια να λάβει αυτός ολόκληρη την περιουσία του).

 

Από την άλλη μεριά το έτος 1833 σηματοδοτεί και την απαρχή της γραφής των έργων της σολωμικής ωριμότητας στην Κέρκυρα, φάση στην οποία ο ποιητής θα αξιοποιήσει στο έπακρο τα διδάγματα του γερμανικού ιδεαλισμού, αλλά και της ελληνικής παράδοσης (της κρητικής σχολής και της δημοτικής ποίησης) και μάλιστα του δεκαπεντασύλλαβου ομοιοκατάληκτου ή όχι, στίχου. Εκτός από την τρίτη επεξεργασία της Γυναίκας της Ζάκυθος και της γραφής της σατιρικής «Τρίχας» (ή «σατιρικού του 1833»), που σκόπευε να είναι μέρος ενός μεγαλύτερου συνθετικού έργου, «Ο Κρητικός», «Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», «Ο Πόρφυρας», «Εις τον θάνατον της Αιμιλίας Ροδόσταμο», το επίγραμμα στη «Φραγκίσκα Φραίζερ» και το «Carmen Saeculare» είναι τα μεγάλα έργα αυτής της εποχής που φθάνει ως το 1849.

 

Στον «Κρητικό» (1833) που υποστηρίχτηκε ότι προοριζόταν να είναι λυρικό «επεισόδιο» ενός μείζονος επικολυρικού συνθέματος που όμως δεν γράφτηκε, περιέχεται η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του νεαρού κρητικού πολεμιστή, ναυαγού, την ώρα που χωρίς αποτέλεσμα προσπαθεί να σώσει από τα κύματα την αγαπημένη γυναίκα. Αποφασιστικής σημασίας για το έργο είναι η εμφάνιση την κρίσιμη ώρα σε όραμα της υπερφυσικής ή θεϊκής μορφής της «Φεγγαροντυμένης» της οποίας ο συμβολισμός ερμηνεύτηκε ποικιλότροπα και γόνιμα από τους μελετητές του σολωμικού έργου.

 

Την ίδια εποχή ο ποιητής θα επεξεργαστεί για περισσότερο από μια δεκαετία το δεύτερο σχεδίασμα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων», το πρώτο σχεδίασμα των οποίων έχει συνθέσει περί το 1830. Το έργο είναι εμπνευσμένο από τον ηρωικό αγώνα των πολιορκημένων του Μεσολογγίου, οι οποίοι θα κατορθώσουν να κατακτήσουν την εσωτερική ελευθερία, καθώς μέσα στην ηθική τελείωσή τους προβάλεται η τέλεια και μαγεμένη φύση, ο έρωτας, η επίκληση του θείου και ο θάνατος. Στα 1844 ο ποιητής επεξεργάζεται για τρίτη φορά το έργο και στο τρίτο αυτό σχεδίασμα ο ομοιοκατάληκτος δεκαπεντασύλλαβος δίνει τη θέση του στο ανομοιοκατάληκτο. Αλλά και πάλι το έργο θα παραμείνει αποσπασματικό. Αποσπασματικό θα μείνει και το ποίημα που θα εμπνευστεί, περί το 1848, από το θάνατο της νεαρής κόρης Αιμιλίας Ροδόσταμο, αλλά και ένα από τα σημαντικότερα ποιήματά του την ίδια εποχής, επίσης σε ανομοικατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, το ποίημα «Πόρφυρας» που έχει ως αφορμή το «πραγματικό συμβεβηκός» του θανάτου του άγνωστου άγγλου στρατιώτη, τον οποίο θα κατασπαράξει ο καρχαρίας (ιδιωματικά «Πόρφυρας») την ώρα που κολυμπά αμέριμνος. Την κρίσιμη ώρα του θανάτου διαλέγει ο ποιητής, για να καταδείξει πώς ο νέος από την σύγκρουση του καλού με το κακό οδηγείται στην αυτογνωσία.

 

Το κύριο έργο του Διονυσίου Σολωμού τόσο της ύστερης ζακυνθινής όσο και της κερκυραϊκής περιόδου έμεινε αποσπασματικό, και εντούτοις πολύτιμο και υψηλό μέσα στην αποσπασματικότητά του, στην οποίαν τον οδήγησε η επιδίωξη του ανέφικτου τέλειου.

 

Παράλληλα με τη φάση αυτή και στην τελευταία δεκαετία της ζωής του (την ύστερη κερκυραϊκή) ο ποιητής ξαναγυρνά στην Ιταλική γλώσσα. Πεζόμορφα ποιητικά σχεδιάσματα της εποχής αυτής («Ελληνίδα Μητέρα», «Ορφέας», «Το Αηδόνι και το γεράκι», «Σαπφώ», το ερωτικό «Η γυναίκα με το μαγνάδι» κ.α.), μαρτυρείται ότι ο ποιητής σκόπευε, αλλά δεν πρόλαβε, να στιχουργήσει ελληνικά σε δεκαπεντασύλλαβο, όπως δείχνει ο μόνος στίχος από την «Ελληνίδα Μητέρα» που σώθηκε.

 

Ο Διονύσιος Σολωμός, πενήντα εννέα χρόνων, πέθανε στην Κέρκυρα στις 9/21 Φεβρουαρίου 1857. Την είδηση του θανάτου επακολούθησε γενική κατήφεια. Η Επτανησιακή Βουλή διέκοψε τις εργασίες της και η τοπική Αρχή κήρυξε την πόλη σε δημόσιο πένθος.

 

Δύο χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή, ο συνεπέστερος ίσως μαθητής του, ο Ιάκωβος Πολυλάς, μέσα απ’ ένα χάος χειρογράφων, παραλλαγών, επεξεργασιών και αποσπασμάτων, κατόρθωσε να εκδώσει το έργο του με τη μνημειώδη έκδοση των Ευρισκομένων. Και φύλαξε ως κόρη οφθαλμού τα χειρόγραφα. Εκατόν πέντε χρόνια μετά, ο καθηγητής Λίνος Πολίτης θα πραγματοποιήσει μιαν εξίσου μνημειώδη έκδοση, την έκδοση των Αυτογράφων (1964), κατευθύνοντας την φιλολογική επιστήμη σε αποφασιστική συνάντηση με το έργο του Ποιητή.


By Periklis Pagkratis

 

Dionysios Solomos, a major poet of Modern Greece, was born in Zakynthos in 1798, from the union of the sixty-year old Count Nicholas Solomos and the sixteen-year old commoner Angeliki Nikli, who was in the service of the elderly gentleman.

 

The key points in the life and literary career of the poet are well established and for the most part historically attested. Nicholas Solomos legally recognised his two children by Angeliki Nikli by marrying her the night before his death in 1807. The children were called Dionysios and Dimitrios, two years younger. Dionysios Solomos attended primary school in Zakynthos (his school was founded by John Capodistrias, during the period of the Heptanesian Republic). After his father's death his guardians entrusted him to the care of the Italian monk Santo Rossi to prepare for studies in Italy; Santo Rossi was in exile in Zakynthos from his native town Cremona, because of his liberal ideas and patriotic activities. After a ten-year stay in Italy, where he was educated at the Lyceum of Cremona before studying at the University of Pavia, Solomos returned to Zakynthos in 1818, when he started mixing with distinguished intellectuals like Antonios Matezis and Georgios Tertsetis. In 1828 he moved to Corfu, the then capital of the United States of the Ionian Islands. He lived there until the end of his life in 1857, and there made the acquaintance of people like the composer Nikolaos Mantzaros (who had set Solomos's poem The Poisoned One to music), Iakovos Polylas, Georgios and Gerasimos Markoras, Aristotelis Valaoritis, Ioulios Tipaldos, Yannis and Spiridon Zambelios.

 

We can distinguish five phases in the literary career of the poet: a) Early Zakynthian, b) Later Zakynthian, c) Early Corfiot, d) Middle Corfiot, and e) Later Corfiot.

 

In brief it can be stated that, aalthough his field of studies at the University of Pavia was not relevant to his intellectual interests, the poet returned to Zakynthos in 1818 with a solid knowledge of both contemporary and classical literature, and with the experience he'd obtained as a result of meeting intellectuals like Vincenco Monti, Montani, and probably Manzoni. From the poems written in his youth in Italy some with religious themes have survived, in Italian (The Destruction of Jerusalem, Ode to the first Mass, Sonnet in Praise of an Organ Maker, etc). The poems of the first Zakynthian phase were also written in Italian. They deal with his companions and the milieu of the time, and tend towards improvisation and waggishness. When in company, the intellectual youths of the time would improvise, for their own amusement, rhyming poems on given topics within a limited time. Solomos's improvised poems of that period were published in Corfu in 1822 by his friend Ludovicos Stranis (without the knowledge of the poet) under the title Rime Improvisate. A series of benevolently satirical poems aimed at the elderly doctor Dionysios Roides, whose ingenuousness members of the young Zakynthian circle found entertaining, were also written in Italian. Three of the poems from that group were written in Greek, as well as a series of lyrical poems of his juvenilia (The Unrecognisable, The Little Blonde Girl, The Death of an Orphan, The Mad Mother etc), which completed the first Zakynthian period (1818-1823).

 

The later and more important Zakynthian phase began with the writing of the long poem Hymn to Liberty (158 four-line verses), inspired by the Greek Independence Struggle (1823). The poem, which was published at the same time in Missolongi and Paris, in 1825, established the poet and influenced the Philhellenic movement. After that, there followed the relative failure of The Ode on the Death of Lord Byron, with some repeated themes. But from 1824 to 1828 the foundation of Solomos' mature work was established.

 

During this phase, the following works were written: The Dialogue (1824), a combative and ideological prose dialogue in which he forcefully defends the demotic language, a work which can be defined as the linguistic gospel of the Heptanesian School. In the same year he began to write the eight-line verses of Lambros, inspired by the poetry of Lord Byron, although it would be the first important work of Solomos to remain in a fragmentary state. The excellent epigrammatic work, The Destruction of Psora, appeared in 1826, while, in the same period, he wrote two denunciatory poems, The Poisoned One and the satirical Dream. In the first he defended the honour of a slandered young woman and in the second he attacked the behaviour of a terrible usurer. The most important work of the period, without a doubt, is The Woman of Zakynthos, which the poet began to write in Zakynthos in 1826, but which he reworked two more times in Corfu (1829 and 1833) without completing it. It is a pioneering work, which was originally intended as a satire and which gradually developed into a wider, more realistic form, dealing with the conflict between good and evil.

 

When the poet settled in Corfu at the end of 1828, it marked the beginning of the first Corfiot phase. This phase is characterized, on the one hand, by his turn towards German idealistic philosophy (Schlegel, Schiller, Schelling, Hegel), which he came to know with the help of the German-speaking Nicolas Lunzi, and on the other hand, by further elaboration of the works he had started in Zakynthos (Lambros, Woman of Zakynthos) and the writing of poems which prepared the ground for more ambitious compositions (To the Nun, Ode to Death, the first draft of The Free Besieged).

 

The year 1833 marked a defining point for the personality and work of Solomos. An unexpected family trial, which would last five years and ended in favour of Dionysios and his brother Demetrios, wounded him deeply from a psychological point of view, (his half-brother, Ioannis Leontarakis, born of the second marriage of his mother with Emmanuel Leontarakis, claimed that he was the true son of Nicholas Solomos and therefore the true inheritor of his whole estate).

 

On the other hand the year 1883 signified the beginning of the writing of the works of Solomos's maturity in Corfu, the phase during which the poet used to the maximum not only the teachings of German Idealism but also of the Greek tradition (the Cretan School and Folk Poetry) and also the fifteen-syllable rhyming (or non-rhyming) verse. Apart from the third version of The Woman of Zakynthos and the writing of the satirical The Hair (or 'the satirical poem' of 1833) which was intended to be a part of a larger collection, The Cretan, The Free Besieged, The Shark, On the Death of Emilia Rodostamou, the epigrammatic poem to Frandsca Fraser and the Carmen Saeculare are the most important works of the period up until 1849.

 

The Cretan (1833), considered to have been intended as a lyrical "episode" in a major lyrico-epic creation which in the event was never written, contained the first person narrative of a young Cretan fighter who had been shipwrecked, at the moment that he tried unsuccessfully to save his beloved wife from the waves. A vitally important point about the work is the appearance in a vision, at the critical point, of the supernatural or divine form of the Moonlit Woman, whose symbolic meaning has been interpreted in many fruitful ways by scholars concerned with the work of Solomos.

 

The poet had been reworking for the most part of a decade the second draft of The Free Besieged, the first version of which had been written around 1830. The work was inspired by the heroic struggle of the besieged of Missolonghi, who managed to win their inner freedom. As well as their ethical strength, the magical perfection of nature is also portrayed, alongside love, the appeal to the divine force and death. In 1844 the poet reworked The Free Besieged for the third time and in the third draft the rhyming fifteen-syllable lines give way to unrhymed poetry; but yet again the work remained fragmentary. Another poem also remained in a fragmentary state, a poem inspired around 1848 by the death of the young girl Emilia Rodostamou. One of the most important poems from the same period, also in unrhymed fifteen-syllable lines, was Porfiras, which had as its subject matter the real event of the death of an unknown English soldier eaten by a shark (porfiras being the idiomatic word for a shark), just when he was swimming without a care. The poet chose the exact time of death to demonstrate how the young man was led to self-knowledge through the collision of good and evil.

 

The main body of work of Dionysios Solomos, from both his later Zakynthian and Corfiot periods remained fragmentary, but nonetheless of great value and high quality in the fragmented state to which the quest for unattainable perfection drove him.

 

Parallel with this phase and in the last decade of his life (the later Corfiot period) the poet returned to the Italian language. Prose-poetry sketches of this period (The Greek Mother, Orpheus, The Nightingale and The Falcon, Sappho, the erotic The Woman with the veil, etc) provide evidence that the poet aimed, without success, to compose fifteen-syllable lines in Greek, as shown by the only verse of The Greek Mother that has survived.

 

Dionysios Solomos died, aged fifty-nine, in Corfu on the 9th of February, 1857.

 

The news of his death was followed by great sadness. The Ionian Parliament stopped its work and the local authority declared a state of public mourning.

 

Two years after his death, the poet Iakovos Polylas, the most dedicated of his students, went through a chaotic collection of manuscripts, drafts, revisions and fragments and managed to publish Solomos' work in the monumental edition, The Surviving Woks·. He guarded the manuscript with the greatest care. A hundred and fifty years later Professor Linos Politis published the equally monumental edition of Solomos' work, with facsimiles of his handwritten work, as Manuscripts (1964), thus initiating a decisive coming together between philological science and the work of the poet.

 

Translated from the Greek by

Maria Strani-Potts