Εκδότης: Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, οδός Αρσενίου – Κέρκυρα – Τηλ. (0661) 30674

Γενική Επιμέλεια εκδόσεως: Κώστας Δαφνής

Μεταγραφή – Μετάφραση – Ευρετήριο: Παναγιώτης Μιχαηλάρης

ΚΕΡΚΥΡΑ 1980

Περιεχόμενα, σ. γ΄

Κ. Δαφνή : Προλεγόμενα, σ. θ’ -ια’

Π. Μιχαηλάρη : Μεταγραφή – Μετάφραση αλληλογραφίας, σ. ιγ’-ιε’

Μέρος Α΄ Τα γράμματα προς τον πατέρα του, σ. 1 - 456

Μέρος Β΄: Σημειώσεις – Βιβλιογραφία - Ευρετήριο, σ.457-493

Σημειώσεις σ. 459-481

Βιβλιογραφία, σ. 481-482

Ευρετήριο, σ. 483- 493

 

Οι επιστολές αυτές, όλες πρωτότυπες, παραχωρήθηκαν από την αείμνηστη Μαρία Καποδίστρια – Δεσύλλα, (δισεγγονή του Γεωργίου Καποδίστρια, μικρότερου αδελφού του Κυβερνήτη), μαζί με το εξοχικό σπίτι στην Κουκουρίτσα. Σε αυτό τα τρία πνευματικά ιδρύματα, η Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, η Αναγνωστική Εταιρία και η Παλαιά Φιλαρμονική, στα οποία κληροδοτήθηκε μαζί με τα κειμήλιά του, οργάνωσαν το Μουσείο Καποδίστρια. Το 1972, το υλικό αυτό δημοσιεύτηκε από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Βιέννης Πολυχρόνη Ενεπεκίδη σε μετάφραση Νικολάου Βαρότση,[1] στην δε παρούσα έκδοση με επιμέλεια του Κ. Δαφνή και μετάφραση του Π. Μιχαηλάρη.

 

Η επιλογή να περιληφθούν στον τόμο αυτόν έγινε με κριτήριο την άμεση σχέση που έχει το περιεχόμενο τους με την αυτοβιογραφία του, που έχει περιληφθεί στον Α΄ Τόμο, σημειώνει ο Κ. Δαφνής. Δυστυχώς, για την περίοδο 1776-1801, στην οποία εμπεριέχεται και το χρονικό διάστημα των ιατρικών σπουδών του στην Κέρκυρα και στην Ιταλία –Πάδοβα – που συμπίπτει με τη Γαλλική Επανάσταση, δεν διασώζονται αυτόγραφα στοιχεία του Καποδίστρια. Όμως, για το διάστημα 1801 έως 1807, υπάρχουν αρκετές επιστολές και έγγραφα για την δράση του στην Κεφαλονιά και στην Λευκάδα ως έκτακτου επιτρόπου, καθώς και για την οργάνωση της δημόσιας εκπαίδευσης στα Επτάνησα ως επιθεωρητή εκπαιδεύσεως, τα οποία δημοσιεύονται, και τα πρωτότυπα και οι μεταφράσεις τους, στους τόμους Α’ και Β’ του Αρχείου Καποδίστρια.

 

Μετά τη Συνθήκη του Τιλσίτ (1807) ο Καποδίστριας αποσύρεται για ένα έτος από τα δημόσια πράγματα και δεν συνεργάζεται με τους Γάλλους, οι οποίοι μετατρέπουν την Επτάνησο σε γαλλική επαρχία. Από το 1808, οπότε προσκαλείται να υπηρετήσει την Ρωσία, έως το 1822 που αποχωρεί από το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών, σώζεται μια μεγάλη σειρά προσωπικών επιστολών. Αυτές απευθύνονται στον πατέρα του Αντώνιο Μαρία, στους αδελφούς του Αυγουστίνο και Βιάρο, καθώς και πολλούς άλλους, όπως ο Μοτσενίγος, ο μητροπολίτης Ιγνάτιος, ο Δημήτριος Μόστρας. Στον πατέρα και την οικογένεια του γράφει από όπου κι αν βρεθεί: Αγία Πετρούπολη, Παρίσι, Βιέννη, Λονδίνο, Κοπεγχάγη, Βαρσοβία, Ζυρίχη, Κάρλσμπαντ…

 

Ήδη από την πρώτη δημοσιευόμενη επιστολή (1, σ. 3-4) ο μελετητής αντιλαμβάνεται την ευγένεια του ανδρός, γνωρίζει ανθρώπους του στενού και ευρύτερου οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος, καθώς και σε ποιους έχει ιδιαίτερη αδυναμία–αγάπη και για ποιους τρέφει μεγάλο σεβασμό ο Κυβερνήτης. Επίσης, καθησυχάζει συνεχώς τον πατέρα του για την υγεία του, ερωτά να μαθαίνει για τους δικούς του και ζητεί να έχει την ευχή του πατέρα του. Με την ανάγνωση των επιστολών ο μελετητή γίνεται ταξιδευτής μαζί με τον Καποδίστρια και μεταβαίνει με πλοίο στο Ότραντο, οδικώς μετά στο Γκρατς της Αυστρίας…

 

Όπως καταφαίνεται ήδη από την 20η (2, σ. 4-6), κρατάει «κατάστιχο» με την αλληλογραφία, αποστελλομένη και λαμβανομένη. Στην συγκεκριμένη έχει καταγράψει σε αδρές γραμμές την κοσμική ζωή της αριστοκρατίας στην Βιέννη. Εκεί τακτοποιεί τον Γιαννακό σε οικοτροφείο, με κριτήριο τη διατήρηση της θρησκευτικής του πίστης, και στο οποίο συνυπάρχουν γόνοι άλλων Ελλήνων, καθώς και τραπεζιτών, γερμανών πριγκίπων και στρατηγών. Στην επομένη την 21η, αφού περιγράψει την καλή προετοιμασία για το ταξίδι στην Αγία Πετρούπολη, εκφράζει την ειλικρινή του πρόθεση να είναι κοντά στην οικογένεια και να την βοηθά και καθιστά σαφές ότι πρόθεσή του είναι να επιστρέψει κοντά τους πάση θυσία (4, σ. 6-7/8-9). Η περιπέτεια με την άμαξα, που ανετράπη και περιφερόταν με τους συνταξιδιώτες του στο παγωμένο Μπρεστ της Λιθουανίας και στο Μινσκ μέσα στο χιόνι σε -27ο και –35ο Κελσίου, είναι το θέμα της 22ης επιστολής, καθώς και η μετά δεκαοκτώ ημέρες επίπονου ταξιδιού άφιξη στον προορισμό του και πώς επανήλθε στην συνήθη φυσιολογική του κατάσταση με την «πυθαγόρεια» δίαιτα μερικών ημερών (4, σ. 9-10/11-12).

 

Στο εξής αναφέρει τις επαφές με γνώριμους του στρατιωτικούς, όπως τους Σπρενκπόρτεν, Σβολκόνσυ, Σορόκιν, Ουσακώφ κ.ά., την καλή υποδοχή του κόμη Σολτικώφ. Τότε, σε ηλικία 32 ετών, στη Ρωσία, αν και αρχικά διαμένει σε μια οικία με άλλους Έλληνες και χαίρει, διότι εκεί ασκεί, όπως σημειώνει, την ελληνική γλώσσα, «ως να ευρίσκομαι εις την Πατρίδα» (5, σ. 12), εγκλιματίζεται σιγά σιγά στη ρωσική κοινωνία και αργότερα στην τσαρική αυλή, πηγαίνοντας θέατρο, κάνοντας γνωριμίες, όπως εκείνη με τον Σύμβουλο Επικρατείας και Μέλος της Ακαδημίας τον σοφό Κραφτ (6, 16), αλλά και λυπούμενος για την απουσία της προσφιλούς οικογένειάς του… Συνεργάζεται με τον Κάννιγκ και τον Ταλλεϋράνδο, με την διπλωματική υπηρεσία (σ. 243).

 

Η πρώτη επιστήμη ακρόαση στη Ρωσία με τον κόμη Ρομαντζώφ αναφέρεται στην 28η επιστολή προς τον πατέρα του από 17/29 Μαρτίου 1809. Σημειώνει δε ο Καποδίστριας σε αυτήν ότι δεν θα ανελάμβανε θέση-αξίωμα το οποίο θα απαιτούσε καλή γνώση και του ρωσικού λαού και της ρωσικής γλώσσας, (σ. 23-24). Ανάλογη είναι και η 30ή. Στην 31η επιστολή αναφέρει ότι ανέλαβε «Σύμβουλος του Κράτους επί των εξωτερικών υποθέσεων» και ότι παρουσιάσθηκε ενώπιον όλης της αυτοκρατορικής οικογένειας (σ. 29 & 45) και συνεζήτησαν και θέματα των Ιονίων Νήσων (σ. 30). Σημαντική είναι η συνάντηση του με τον υπουργό Εξωτερικών κόμη Ρομαντζώφ (σ. 115) και η επακολουθήσασα έκθεση του Καποδίστρια για την Ιταλία εν όψει μάλιστα του επικείμενου Αυστριακού πολέμου (σ. 116). Διορίζεται τον Αύγουστο του 1811 στη διπλωματική αποστολή της Ρωσίας στη Βιέννη, (σ. 147), και από εκεί τον Μάιο του 1912 στο Βουκουρέστι, στην υπηρεσία του στρατηγού Κουτούζωφ (σ. 197), όμως, εν τέλει, θα τεθεί στην υπηρεσία του ναυάρχου Τσιτσαγώφ, γενικού αρχηγού των ρωσικών δυνάμεων στον Δούναβη, (ο πόλεμος με τους Τούρκους ακόμα δεν έχει λήξει οριστικά – με συνθήκες), ως προϊστάμενος και διευθυντής της γραμματείας του στον διπλωματικό τομέα (σ. 203). Από τον Δεκέμβριο του 1813, ο Καποδίστριας βρίσκεται στη Ζυρίχη και ασχολείται με θέματα περί το Συνέδριο της Ειρήνης, (σ. 227, 229 και 230). Με την επιστολή από 19-9/1-10-1815 αναφέρει στους γονείς του ότι ο Αλέξανδρος Πασών των Ρωσιών τον ανήγαγε σε Υπουργό επί των Εξωτερικών και Πληρεξούσιο του στο ειρηνευτικό συνέδριο του Παρισιού, (σ. 309).

 

Από τον Αύγουστο του 1809 (18/30-08-1809), δεν παραλείπει να αποστέλλει χαιρετισμούς και σε μερικούς ιερωμένους, ως τον πατέρα Συμεώνα, τον πατέρα Κασιμάτη, τον πατέρα Ανδρέα, (σ. 43,46, 49), στη Μονή της Πλατυτέρας, των οποίων αιτείται την ευλογία.

 

Οι απόψεις του για τον γάμο και δη τον δικό του με ανεκδοτολογικά στοιχεία περί των προτάσεων από φίλους και μη παρέχουν ωσαύτως στοιχεία για την καλύτερη κατανόηση της προσωπικότητας του Καποδίστρια, (ενδεικτικά βλ. σ. 59, 92-93,265).

 

Παρά δε τις δυσχέρειες λόγω οικονομικής στενότητας, ιδίως αφότου ο Ιγνάτιος απεχώρησε από την Αγία Πετρούπολη (σ. 62) για τη Βλαχία (σ. 101), και προβλήματος υγείας (σ. 76 & 79), εν τούτοις αισιοδοξεί, εργάζεται και παρακολουθεί και τις διεθνείς εξελίξεις, (ενδεικτικά: σ. 58, 63, 82, 84, 87, 107 κ.ά.). Τρέφει δε καλές ελπίδες για την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κέρκυρα, η οποία περνά την «Ιλιάδα» της με τις τόσες περιπέτειες, (σ. 98, 100).

 

Ακόμη και για τις «οδούς» αλληλογραφίας είναι δυνατή η εξαγωγή σημαντικών πληροφοριών, όπως ότι, λόγω του αυστριακού πολέμου το έτος 1809, αναγκαστικά η αλληλογραφία για την Ρωσία «κάνει τον γύρο της Γαλλίας», (σ. 29 & 43, Παρισίων σ. 50), ενώ άλλες «Οδοί» ήταν εκείνη μέσω Ιωαννίνων, (σ. 98,101, 107,163), μέσω Βενετίας, (σ. 84), Νεαπόλεως (σ. 169/445), Κωνσταντινουπόλεως (σ. 63, 82, 87, διαπίστωση για την δυσκολία της «οδού» σ. 103) και γενικώς για την Κέρκυρα προς την Ευρώπη με ταχυδρομείο μέσω Ιταλίας (σ. 103, 107), Τεργέστης (σ. 262) και Ρωσίας (σ. 170, 107, 447). Ακόμη και ο μητροπολίτης Άρτας Ιγνάτιος επισκεπτόμενος την Αγία Πετρούπολη γίνεται κομιστής επιστολών προς τον Καποδίστρια (σ. 36 & 38). Πολλοί ταξιδιώτες – έμπιστοι προφανώς των αποστολέων κυρίως – λειτούργησαν ως γραμματοκομιστές και μεταφορείς πραγμάτων (δώρων κ.λπ.).


[1] Ενεπεκίδη Π., «Ιωάννης Καποδίστριας : 176 ανέκδοτα γράμματα πρός τον πατέρα του 1809-1820 : εκ του εν Κερκύρα αρχείου της οικογενείας Καποδίστρια : Johannes Graf Capodistrias : 176 ungedrukte Βriefe an seinen Vater 1809-1820 : aus den Bestaenden des Capodistrias - Familienarchivs auf Corfu»,εκδ.Παπαζήσης,1972